-
1 θαλασσεύω
θαλασσεύω, sich auf dem Meere aufhalten, im Meere sein; νῆες τοσοῦτον χρόνον ἤδη ϑαλασσεύουσαι Thuc. 7, 12; Sp.; über das Meer fahren, App. B. C. 1, 62; τὰ ϑαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη, die im Wasser befindlichen Theile des Schiffes, Plut. Luc. 3.
-
2 θαλασσευω
атт. θᾰλαττεύω1) находиться в море, быть в плавании2) находиться под водой -
3 θαλασσεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θαλασσεύω
-
4 θαλασσεύω
θαλασσεύω, sich auf dem Meere aufhalten, im Meere sein; über das Meer fahren; τὰ ϑαλαττεύοντα τῆς νεὼς μέρη, die im Wasser befindlichen Teile des Schiffes
См. также в других словарях:
θαλασσεύω — (AM) (Α αττ. τ. θαλαττεύω) [θαλασσεύς] βρίσκομαι στη θάλασσα («νῆες... τοσοῡτον χρόνον ήδη θαλασσεύουσαι», Θουκ.) αρχ. 1. ταξιδεύω διά θαλάσσης 2. καλύπτομαι από το θαλάσσιο νερό («τά θαλαττεύοντα τής νεὼς μέρη», Πλούτ.) 3. χρησιμοποιώ ναυτικές… … Dictionary of Greek